ακρόπαστος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

-ον (α)
ο ραντισμένος με αλάτι στην εξωτερική επιφάνεια του, ο λίγο αλατισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»].