αλίφρων

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ἁλίφρων (-ονος), ο, η (Α)
αυτός που διαθέτει αρκετή φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλις «αρκετά» + -φρων < φρήν.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιφροσύνη.