αλετράς

From LSJ

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source

Greek Monolingual

ο αλέτρι
1. αροτροποιός, αυτός που κατασκευάζει αλέτρια
2. δουλευτής του αλετριού, γεωργός.