ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ἁλιαής, -ὲς (Α)άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»].