αλματώδης

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

Greek Monolingual

-ες άλμα
1. ο σχετικός με το άλμα, αυτός που γίνεται με άλμα, ο πηδηχτός
2. ταχύς, αιφνίδιος, απότομος.