αλυσκάζω

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

ἀλυσκάζω (Α)
(επική λέξη)
1. αποφεύγω, διαφεύγω
2. επιχειρώ να διαφύγω
3. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἄλύσκω].