αλυσκάζω
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
ἀλυσκάζω (Α)
(επική λέξη)
1. αποφεύγω, διαφεύγω
2. επιχειρώ να διαφύγω
3. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἄλύσκω].