αλυσμός

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source

Greek Monolingual

ο και άλυσις -έως, η (Α ἀλυσμός)
(ιδιαίτερα για ασθενείς) στενοχώρια, δυσφορία, ανησυχία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσμώδης.