δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
ο και άλυσις -έως, η (Α ἀλυσμός)(ιδιαίτερα για ασθενείς) στενοχώρια, δυσφορία, ανησυχία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλύω.ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσμώδης.