ἀλυσμός
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
ὁ, (ἀλύω) anguish, disquiet: esp. tossing about, of sick persons, Hp.Prog.3, al.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ inquietud, desazón de los enfermos, Hp.Prog.3.
German (Pape)
[Seite 111] ὁ, Bangigkeit, bes, vom ängstlichen Sichumherwerfen der Kranken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλυσμός: ὁ, (ἀλύω) ἀγωνία, ἀνησυχία, ῥιπτασμός, ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀνησυχίας τῶν ἀσθενῶν ἐνῷ κεῖνται ἐπὶ τῆς κλίνης, Ἱππ. Προγν. 37.
Greek Monolingual
ο και άλυσις -έως, η (Α ἀλυσμός)
(ιδιαίτερα για ασθενείς) στενοχώρια, δυσφορία, ανησυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσμώδης.