ἀλυσμώδης
From LSJ
English (LSJ)
ἀλυσμῶδες, uneasy, troubled, Hp.Coac.296.
Spanish (DGE)
-ες
inquieto, desazonado de pers., subst. οἱ ἀ. Hp.Coac.296.
German (Pape)
[Seite 111] ες, ängstlich, Hipp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλυσμώδης: -ες, (εἶδος) ἀνήσυχος, τεταραγμένος, Ἱππ. Κωακ. 167.
Greek Monolingual
ἀλυσμώδης, -ες (Α) ἀλυσμός
ανήσυχος, ταραγμένος.