αμμόγειος

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμμόγειος, -α, -ον)
αυτός που έχει αμμώδες έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμμος + -γειος < γῆ].