αμπελομάχαιρο

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

το
το αμπελοπρίονο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπέλι + μαχαίρι].