αμυλώδης

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

-ες, αυτός που περιέχει άμυλο, ο αμυλούχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμυλο + -ώδης. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο ελληνογαλλικό λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου το 1856].