Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμφιστρόγγυλος

From LSJ

Greek Monolingual

ἀμφιστρόγγυλος, -ον (Α)
εντελώς στρογγυλός, ολοστρόγγυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + στρογγυλός].