επιφόρτιση

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

η
1. η ανάθεση σε κάποιον μιας φροντίδας ή ενέργειας, η όχληση, η επιβάρυνσή του με ορισμένη υποχρέωση
2. η πρόσθετη φόρτωση πέρα από το κανονικό όριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφορτίζω. Η λ. στον λόγιο τ. επιφόρτισις μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].