ανάπνευστος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάπνευστος, -ον)
νεοελλ.
ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός
αρχ.
αυτός που δεν αναπνέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία της αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου. Το αρχ. ἀνάπνευστος < ἀνα- στερ. + πνευστός. Η λ. απαντά στον Ησίοδο ως ποιητ. τ. αντί του ἄπνευστος.