ανέω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
Greek Monolingual
ἀνέω (Α)
1. αποφλοιώνω, λιχνίζω δημητριακά
2. κοπανίζω στο γουδί, αλέθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ᾱνέω < α-Fαν-έω (με προθεματικό α) μετά από σίγηση του F και συναίρεση].