ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
ἀναΐσσω και συνηρ. ἀνᾴσσω (Α)1. ορμώ επάνω, αναπηδώ2. σηκώνομαι επάνω για να μιλήσω3. (για πηγή) αναβλύζω με ορμή4. φεύγω ολοταχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀΐσσω, ἄσσω].