αναδιοργανωτικός
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
-ή, -ό αναδιοργανώνω
αυτός που αναφέρεται στην αναδιοργάνωση ή ο ικανός, ο κατάλληλος γι’ αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιοργανώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίος].