Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναζέω

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

ἀναζέω (Α)
1. βράζω και φουσκώνω, αναβράζω, κοχλάζω
2. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω
3. (για πάθος ή οργή) βρίσκομαι σε ψυχική ταραχή, βράζω από θυμό κ.λπ.
4. κάνω κάτι να βράσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζεσις
μσν.
ἀνάζεμα.