αναζεύγνυμι
Greek Monolingual
ἀναζεύγνυμι και -νύω (ΑΜ)
μσν.
(για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου
αρχ.
1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ
2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω
3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο
4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά τίνος χώρας», προχωρώ διά μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζεύγνυμι και ζευγνύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζευξις, ἀναζυγή.