αναθυμιώ

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναθυμιῶ)
Ι. ενεργ. εξαερώνω, εξατμίζω
ΙΙ. παθ.
1. αναδίδομαι εν είδει καπνού ή ατμού, εξατμίζομαι, εξαερώνομαι
2. διεγείρω, αναζωογονώ, αναζωπυρώνω
ΙΙΙ. μεσ. ανασύρω, τραβώ ατμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θυμιῶ.
ΠΑΡ. αναθυμίαμα, αναθυμίαση (-ις)
νεοελλ.
αναθυμιατός].