αναθυμιώ
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
(-άω) (Α ἀναθυμιῶ)
Ι. ενεργ. εξαερώνω, εξατμίζω
ΙΙ. παθ.
1. αναδίδομαι εν είδει καπνού ή ατμού, εξατμίζομαι, εξαερώνομαι
2. διεγείρω, αναζωογονώ, αναζωπυρώνω
ΙΙΙ. μεσ. ανασύρω, τραβώ ατμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θυμιῶ.
ΠΑΡ. αναθυμίαμα, αναθυμίαση (-ις)
νεοελλ.
αναθυμιατός].