ἀνακριβής
From LSJ
English (LSJ)
ἀνακριβές, inaccurate, Eust.878.37, al.
Spanish (DGE)
-ές inexacto Eust.878.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακρῑβής: -ές, οὐχὶ ἀκριβής, Εὐστ. 878. 37, κτλ.: ὡσαύτως ἀνάκριβος, ον, Νικήτ. Χρον. 363Α.
Greek Monolingual
-ες (Μ ἀνακριβής)
ο μη ακριβής, ο μη σύμφωνος προς την αλήθεια, σφαλερός, λανθασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀκριβής.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακρίβεια].