αναξιόμισθος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν αξίζει μισθό, που δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή
2. αυτός που αμείφθηκε παραπάνω από την αξία της εργασίας που πρόσφερε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + μισθός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].