αναστροφέας

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

ο αναστροφή
τεχνολ. μηχανισμός με τον οποίο επιτυγχάνεται η αντιστροφή της κίνησης ενός κινητήρα.