αναστροφέας
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
Greek Monolingual
ο αναστροφή
τεχνολ. μηχανισμός με τον οποίο επιτυγχάνεται η αντιστροφή της κίνησης ενός κινητήρα.
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
ο αναστροφή
τεχνολ. μηχανισμός με τον οποίο επιτυγχάνεται η αντιστροφή της κίνησης ενός κινητήρα.