ἀνενόχλητος
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ἀνενόχλητον, undisturbed, unperturbed by passions Hdn.5.7.2, Hld.5.19; of a sepulchre, CIG2845.9 (Aphrodisias), BGU935.3 (iii/iv A.D.). Adv. ἀνενοχλήτως = without disturbance Ruf. and Aspasia ap.Aët. 16.50, Sch.E.Or.630, Simp.inPh.1176.24.
Spanish (DGE)
-ον
I 1libre de molestias οὐδὲ ἐπὶ τῆς ἐρημίας ἀνενόχλητον εἶχεν ἡ Χαρίκλεια τὸ κάλλος Hld.5.19.1, cf. BGU 9353 (III/IV d.C.), POxy.125.15 (VI d.C.)
•imperturbable Marc.Er.Opusc.M.65.1016D, Arsen.Tent.M.66.1620C, Cyr.Al.Rom.7.8
•de un sepulcro inviolado, MAMA 8.564.9 (Afrodisias).
2 subst. τὸ ἀνενόχλητον = la tranquilidad Hdn.5.7.2
•ausencia de deseos Nil.M.79.408D.
II adv. ἀνενοχλήτως = sin ser importunado Ruf. y Aspasia en Aët.16.50, Sch.E.Or.63, Simp.in Ph.1176.24.
German (Pape)
[Seite 223] nicht beunruhigt, Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενόχλητος: -ον, ὡς καὶ νῦν, Ἡρωδιαν. 5.7, Ἡλιόδ. 5. 19· ἐπὶ τάφου, ἀδιατάρακτος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2845. 9. - Ἐπιρρ. -τως Σχολ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 630.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνενόχλητος, -ον)
εκείνος που δεν τον ενοχλεί κανείς, ο αδιατάρακτος, ο ανεμπόδιστος
μσν.-νεοελλ.
εκείνος που δεν ενοχλεί τους άλλους, ο φιλήσυχος
μσν.
αμέριμνος, ξέγνοιαστος.