ανθολόγος

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀνθολόγος, -ον)
νεοελλ.
1. ανθοκόμος
2. συνθέτης ή συντάκτης ανθολογίας
αρχ.
1. αυτός που συλλέγει άνθη
2. αυτός που του αρέσουν τα άνθη.