ανθρακικός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που περιέχει άνθρακα ή προέρχεται απ' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον διδάσκαλο του Γένους Άνθιμο Γαζή («ανθρακικό οξύ»)].