ανθρακοποιώ

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

(-έω)
μεταβάλλω με καύση ξύλα ή άλλη ύλη σε άνθρακα, απανθρακώνω.