ἀνθρωπόθυμος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
[ῡ] ον, bold as a man, opp. θυμολέων, Plu. 2.988d.
Spanish (DGE)
-ον intrépido como un hombre λέων Plu.2.988d.
German (Pape)
[Seite 234] menschenmütig, dem λεοντόθυμος entggstzt, Plut. Gryll. 4 g. E.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπόθῡμος: -ον, γενναῖος, ἔχων θυμόν, εὐψυχίαν ἀνθρώπου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θυμολέων, Πλούτ. 2. 988D.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπόθῡμος: обладающий мужеством человека Plut.