ανιδρύω

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

ἀνιδρύω)
νεοελλ.
1. επανιδρύω, επανασυνιστώ, αποκαθιστώ
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
αρχ.
στήνω άγαλμα ή ανδριάντα.