αντίποδας
From LSJ
Greek Monolingual
ο (πληθ. αντίποδες, οι) (Α ἀντίπους, -ουν, πληθ. ἀντίποδες, οι)
δύο σημεία της Γης που βρίσκονται σε αντιδιαμετρικές θέσεις
νεοελλ.
μτφ. ο εντελώς διαφορετικός, αντίθετος με κάποιον άλλο
αρχ.
1. αυτός που έχει τα πόδια στραμμένα αντίθετα προς τα πόδια άλλου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀντίποδες
οι κάτοικοι των τόπων που βρίσκονται στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο της υδρογείου.