αντιγεννώ
From LSJ
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
Greek Monolingual
ἀντιγεννῶ (-άω) (Α)
1. γεννώ αυτόν που με γέννησε («ἀντιγεννῆσαι γὰρ οὐχ οἷόν τε τούτους» — δεν θά 'ταν δυνατόν να γεννήσω εγώ αυτούς που με γέννησαν)
2. γεννώ, παρουσιάζω κι εγώ.