αντιλαγχάνω
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
Greek Monolingual
ἀντιλαγχάνω (AM)
μσν.
υποβάλλω αντικαταγγελία, αγωγή «κατ' ένστασιν»
αρχ.
1. ζητώ ή επιτυγχάνω επανεκδίκαση υπόθεσης
2. υποβάλλω ένσταση για ακυρότητα δίκης ή επιτυγχάνω την αποδοχή αυτής της ένστασης.