ακυρότητα

From LSJ

ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀκυρότης) ἄκυρος έλλειψη κύρους, νόμιμης ισχύος
μσν.
παράνομη χρήση.