ανυσιεργός

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

ἀνυσιεργός, -όν κ. ἀνυσίεργος (Α)
αυτός που προάγει ένα έργο, ο φιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανύωεκτελώ, φέρω σε πέρας, κατορθώνω») + -εργος < έργον].