απέκκριση
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
η
η φυσιολογική λειτουργία με την οποία ο οργανισμός απομακρύνει τα αζωτούχα παραπροϊόντα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απεκκρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλλιβούρση].