απέλλα
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
ἀπέλλα, η (Α)
«εκκλησία του δήμου», συνέλευση του λαού στη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (σε πληθ. αριθμό απέλλαι) μαρτυρείται στις λακωνικές επιγραφές του 1ου π.Χ. αιώνα, αλλά η ακριβής σημασία της στο πολιτικό λεξιλόγιο των Λακώνων δεν μας είναι γνωστή. Ο τ. προέρχεται μάλλον από n (συνεσταλμένη βαθμίδα του εν) -pel -iă και συνδέεται με το λατ. pello «ωθώ, εξωθώ, χτυπώ»].