απέλλα

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

ἀπέλλα, η (Α)
«εκκλησία του δήμου», συνέλευση του λαού στη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (σε πληθ. αριθμό απέλλαι) μαρτυρείται στις λακωνικές επιγραφές του 1ου π.Χ. αιώνα, αλλά η ακριβής σημασία της στο πολιτικό λεξιλόγιο των Λακώνων δεν μας είναι γνωστή. Ο τ. προέρχεται μάλλον από n (συνεσταλμένη βαθμίδα του εν) -pel - και συνδέεται με το λατ. pello «ωθώ, εξωθώ, χτυπώ»].