Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(AM ἀπαίρω, Α κ. ἀπαείρω)
σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω
αρχ.
1. σηκώνω, αφαιρώ
2. απομακρύνω, αποσύρω κάτι από κάποιον
3. μετακινώ στόλο ή στρατό.