ἀπαείρω

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰείρω Medium diacritics: ἀπαείρω Low diacritics: απαείρω Capitals: ΑΠΑΕΙΡΩ
Transliteration A: apaeírō Transliteration B: apaeirō Transliteration C: apaeiro Beta Code: a)paei/rw

English (LSJ)

aor. -ήειρα, poet. form of ἀπαίρω,
A depart, E.Fr.773.68:—in Med., ἀπαειρόμενον πόλιος Il.21.563.
II trans., remove, ὀθόνην ἀπὸ γυίων Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE5.9.

Spanish (DGE)

1 intr. en v. med. marcharse c. gen. μ' ἀπαειρόμενον πόλιος Il.21.563
tb. en v. act. ἐκτόπιοί τε δόμων ἀπαείρετε E.Fr.773.68.
2 tr. quitar ὀθόνην ἀπὸ γυίων E.Phaethon 111D.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαείρω: тж. med. отправляться, уходить, уезжать (πόλιος Hom.; δόμων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰείρω: ἀόρ. -ήειρα, ποιητ. τύπος τοῦ ἀπαίρω, ἀπέρχομαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 62: - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπαειρόμενον πόλιος Ἰλ. Φ. 563.

Greek Monolingual

ἀπαείρω (ποιητ.) (Α)
βλ. απαίρω.

Greek Monotonic

ἀπᾰείρω: αόρ. αʹ -ήειρα, ποιητ. αντί ἀπαίρω, απέρχομαι, αναχωρώ, σε Ευρ. — Μέσ., αναχωρώ από, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

poet. for ἀπαίρω, to depart, Eur.:—Mid. to depart from, c. gen., Il.