ἀπαίσιος
English (LSJ)
ἀπαίσιον, ill-omened, ἡμέρα App.BC1.78; φωνή Plu.2.266d; ἄχθος ὑαίνης Opp.H.1.372; ἡμέρα Luc.Pseudol.12; ὄνομα Procl.in Cra.p.39P. Adv. ἀπαξίως, αἰσίως καὶ ἀπαισίως ἐπιγενησόμενα Gal.1.292.
Spanish (DGE)
-ον
I nefasto ἡμέρα App.BC 1.78, Luc.Pseudol.12, φωνή Plu.2.266d, ἄχθος ὑαίνης Opp.H.1.372, ὄνομα Procl.in Cra.39.23, (πόροι) Sch.A.Eu.770, de ciertos signos ὑπὸ τῶν μάντεων κεκριμένα ἀπαίσια D.C.Epit.8.1.3.
II adv. ἀπαισίως
1 con mal augurio αἰσίως καὶ ἀπαισίως ἐπιγενησόμενα Gal.1.292.
2 de una manera indigna ταπεινοῦσθαι Celsus 6.15.
German (Pape)
[Seite 275] von unglücklicher Vorbedeutung, bei Dem. 24, 38 sehr zw. L.; Sp., wie Luc. Pseudol. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sous de funestes auspices.
Étymologie: ἀπό, αἴσιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαίσιος: злосчастный, роковой, зловещий (ἱερά Plut.; ἡμέρα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαίσιος: -ον, ὁ δυσοίωνος, Λατ. inauspicatus, ὕαινα Ὀππ. Ἀλ. 372· ἡμέρα Λουκ. Ψευδολ. 12. - Ἐπίρρ. -ως Γαλην.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀπαίσιος, -ον κ. -ιος, -ία, -ον) αίσιος
ο δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κάτι κακό
μσν.- νεοελλ.
φρικτός, αποτρόπαιος
νεοελλ.
αποκρουστικός, πολύ άσχημος.