απείρανδρος

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

ἀπείρανδρος, η (Μ)
(κόρη) που δεν έχει πείρα από άντρα, δεν γνώρισε άντρα, παρθένα.