απείρανδρος

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

ἀπείρανδρος, η (Μ)
(κόρη) που δεν έχει πείρα από άντρα, δεν γνώρισε άντρα, παρθένα.