ἀπείρανδρος
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
ἀπείρανδρον, that has not known man, Hsch. s.v. μνηστή.
Spanish (DGE)
-ον
que no conoce varón, virgen Hsch.s.u. μνηστή, de la Virgen María, Rom.Mel.2.δʹ.5, 37.θʹ.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρανδρος: -ον, ἐπὶ παρθένου, ἡ μὴ λαβοῦσα πεῖραν ἀνδρός. ― Ἐπίρρ. -δρως, Βυζ., ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. μνηστή.
Greek Monolingual
ἀπείρανδρος, η (Μ)
(κόρη) που δεν έχει πείρα από άντρα, δεν γνώρισε άντρα, παρθένα.