ἀπείρανδρος

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείρανδρος Medium diacritics: ἀπείρανδρος Low diacritics: απείρανδρος Capitals: ΑΠΕΙΡΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: apeírandros Transliteration B: apeirandros Transliteration C: apeirandros Beta Code: a)pei/randros

English (LSJ)

ἀπείρανδρον, that has not known man, Hsch. s.v. μνηστή.

Spanish (DGE)

-ον
que no conoce varón, virgen Hsch.s.u. μνηστή, de la Virgen María, Rom.Mel.2.δʹ.5, 37.θʹ.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείρανδρος: -ον, ἐπὶ παρθένου, ἡ μὴ λαβοῦσα πεῖραν ἀνδρός. ― Ἐπίρρ. -δρως, Βυζ., ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ. μνηστή.

Greek Monolingual

ἀπείρανδρος, η (Μ)
(κόρη) που δεν έχει πείρα από άντρα, δεν γνώρισε άντρα, παρθένα.