αποκινώ
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
ἀποκινῶ (-έω) (Α)
1. μετακινώ, μεταφέρω κάτι
2. αφαιρώ, απομακρύνω.
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
ἀποκινῶ (-έω) (Α)
1. μετακινώ, μεταφέρω κάτι
2. αφαιρώ, απομακρύνω.