αποκινώ
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek Monolingual
ἀποκινῶ (-έω) (Α)
1. μετακινώ, μεταφέρω κάτι
2. αφαιρώ, απομακρύνω.
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
ἀποκινῶ (-έω) (Α)
1. μετακινώ, μεταφέρω κάτι
2. αφαιρώ, απομακρύνω.