Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
κ. -νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. -νίζω)
ξεπλένω
νεοελλ.
λούζω κάποιον σε τακτή μέρα
αρχ.
1. αφαιρώ με πλύσιμο
2. (-ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον»).