απονίπτω

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

κ. -νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. -νίζω)
ξεπλένω
νεοελλ.
λούζω κάποιον σε τακτή μέρα
αρχ.
1. αφαιρώ με πλύσιμο
2. (-ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον»).