Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
ἀποπαύω (Α)
1. παύω, σταματώ να κάνω κάτι
2. εμποδίζω, συγκρατώ κάποιον από κάτι
3. (-ομαι)
εγκαταλείπω, αφήνω
4. παύω, τελειώνω.