ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
ἀποπαύω (Α)1. παύω, σταματώ να κάνω κάτι2. εμποδίζω, συγκρατώ κάποιον από κάτι3. (-ομαι)εγκαταλείπω, αφήνω4. παύω, τελειώνω.