αποπαύω
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
ἀποπαύω (Α)
1. παύω, σταματώ να κάνω κάτι
2. εμποδίζω, συγκρατώ κάποιον από κάτι
3. (-ομαι)
εγκαταλείπω, αφήνω
4. παύω, τελειώνω.