ασβολώνω

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

(AM ἀσβολῶ, -όω) άσβολος
μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά
νεοελλ.
1. τυφλώνω
2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω)
3. (μτχ.) ασβολωμένος
α) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες»)
β) καταραμένοςμοίρα ασβολωμένη»)
γ) πελιδνός, μαυροκίτρινος («στην όψη ασβολωμένος»).