αποχέω
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
ἀποχέω (Α)
Ι. 1. εκχέω, χύνω έξω, σκορπίζω
II. (-ομαι)
1. διασκορπίζομαι χάμω
2. (για στάχια) ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι.