αποχέω

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

ἀποχέω (Α)
Ι. 1. εκχέω, χύνω έξω, σκορπίζω
II. (-ομαι)
1. διασκορπίζομαι χάμω
2. (για στάχια) ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι.