ἀποχέω

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχέω Medium diacritics: ἀποχέω Low diacritics: αποχέω Capitals: ΑΠΟΧΕΩ
Transliteration A: apochéō Transliteration B: apocheō Transliteration C: apocheo Beta Code: a)poxe/w

English (LSJ)

A imper. ἀπόχει Dsc.1.53: aor. ἀπέχεα, Ep. -έχευα:—pour out or off, spill, shed, ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε Od.22.20,85: poet. pres. Med., παγὰν ἃν ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι E.Ion148 (lyr.).
2 pour off, Hp.Ulc.12; τι εἴς τι Dsc.1.53.
II Pass., to be poured off, Plb.34.9.10; τοῦ μὲν ἀποχεομένου ὕδατος, τοῦ δὲ ἐπιχεομένου Dsc.2.76; to be shed, fall off, ἀποχυθέντα φύλλα Plu.2.332b.
2 of plants, come into ear, Thphr. HP 8.8.1, etc.; οὐκ εἰς στάχυν ἀλλ' οἷον φόβην ib.4.4.10:—Med., make to shoot, ἀ.ποίην Nic. Th.569(s.v.l.); χαίτην ib.658.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -εύω Od.22.20, 85, E.Io 148
• Morfología: [pres. contr. Thphr.HP 4.4.10, PRyl.154.14 (I d.C.), Dsc.2.76; aor. ind. med. ἀπεχεύατο Nic.Th.569, part. act. ἀποχέας Hp.Vlc.12; fut. ind. act. contr. ἀποχεεῖς LXX La.4.21]
I en gener.
1 tr. volcar desparramando, esparcir ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε Od.ll.cc., más gener. de líquidos verter, derramar muy frec. en recetas médicas, Hp.Morb.2.28, Dieuch.15.106, Dsc.1.52, 2.76, Orib.4.8.8
en v. pas. φύλλα δ' αὐτοῖς δένδρων ἀποχυθέντα (no utilizan camas) sino hojas de los árboles esparcidas por ellos Plu.2.332b
abs. verter el líquido ἀποχέας ἐς ἕτερον χυτρίδιον Hp.Vlc.21, cf. Acut.(Sp.) 63, Vlc.12, Dsc.1.53, Orib.4.8.8, μηθυσθήσῃ καὶ ἀποχεεῖς LXX l.c.
en v. med. mismo sent. παγάν, ἃν ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι E.l.c.
regar en v. pas. διῶρυξ ... δι' οὗ ἀποχεῖται ὁ κλῆρος PRyl.l.c.
2 intr. en v. med.-pas. de líquidos desparramarse ἀποχεομένων τῶν ὑδάτων Plb.34.9.10, cf. 11, de humores en el cuerpo ὅταν πικρότης τις ἀποχυθῇ Hp.VM 19, πολὺ ἁλὲς ἀποχυθὲν αἷμα Hp.Acut.(Sp.) 29
de un terreno extenderse ἐλαιὼν εἰς ὃν ἀποχέεται ὁ ἐλαιῶν Stud.Pal.20.7.19 (II d.C.).
II bot. en v. med.
1 tr. hacer brotar, producir de plantas echar ἀπεχεύατο ποίην Nic.Th.569, χαίτην Nic.Th.658.
2 intr. germinar, florecer τὰ (σπέρματα) ... ὀψὲ ἀποχεῖται Thphr.HP 8.8.1, ὄρυζον ... ἀποχεῖται δὲ οὐκ εἰς στάχυν Thphr.HP 4.4.10
fig. emanar de Dios τὸ ἀγαθὸν ἀπ' αὐτοῦ ἀποχεόμενον Athenag.Leg.23.7.

German (Pape)

[Seite 336] (s. χέω), ausgießen, verschütten, Hom. Od. 22, 20. 85 ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε; Iliad. 22, 468 τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα, Aristarch βάλε, s. Scholl. Didym.; ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι παγάν Eur. Ion. 148; ἀποχεομένων ὑδάτων, ἀποχυθέντος μολύβδου Pol. 34, 9, 10. 11, u. a. Sp.; φύλλα ἀποχυθέντα, abgefallenes Laub, Plut. Alex. fort. 1, 10 E. – Vom Getreide, schossen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

répandre, épancher.
Étymologie: ἀπό, χέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχέω:
1 выливать, разливать (εἴδατα Hom. - in tmesi; ὕδατα ἀποχεόμενα Polyb.);
2 осыпать, сбрасывать (ἀποχυθέντα φύλλα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχέω: μέλλ. -χεῶ: ἀόρ. ἀπέχεα, Ἐπ. -έχευα: ἐκχέω, ῥίπτω, σκορπίζω, ἀπὸ δ’ εἴδατα χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Χ. 20, 85: ποιητ. ἐνεστ. μέσ., ἀποχεύοντα παγὰν Εὐρ. Ἴων 148. 2) χέω ἔξω ἀπὸ τινος, ἐκχέω, τῇ δὲ ἕκτη ἀπόχει τὸ ἔλαιον ἀπὸ τοῦ κρόκου Διοσκ. 1. 64· τι εἴς τι ὁ αὐτ. 1. 63. ΙΙ. Παθ. χύνομαι ἔξω, Πολύβ. 34. 9, 10· τοῦ μὲν ἀποχεομένου ὕδατος τοῦ δὲ ἐπιχεομένου Διοσκ. 2. 90: χύνομαι, πίπτω, ἀποχυθέντα φύλλα Πλούτ. 2. 332Β. 2) ἐπὶ τοῦ στάχυος, ὅταν ἀνοίγῃ ἡ κάλυξ καὶ ἀναφαίνηται οὗτος, ἐξέρχομαι, ἀλλ’ οὐ πρότερον φανερὸς γίνεται (ὁ στάχυς) πρὶν ἂν προαυξηθεὶς ἐν τῇ κάλυκι γένηται, τότε δὲ ἡ κύησις φανερὰ διὰ τὸν ὄγκον· ἀποχυθείς δ’ εὐθὺς ἀνθεῖ κτλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8, 2, 5, κτλ. καταλήγω, αὐξάνω εἰς…, ἀποχεῖται δὲ οὐκ εἰς στάχυν, περὶ τοῦ ὀρύζου (τῆς ’ρυζιᾶς), αὐτόθι 4. 4, 10: - Μέσ. ἐκβλαστάνω, φύω, νέον δ’ ἀπεχεύατο ποίην Νικ. Θ. 569· χαίτην ὁ αὐτ. 658.

Greek Monolingual

ἀποχέω (Α)
Ι. 1. εκχέω, χύνω έξω, σκορπίζω
II. (-ομαι)
1. διασκορπίζομαι χάμω
2. (για στάχια) ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι.

Greek Monotonic

ἀποχέω: μέλ. -χεῶ, αόρ. -έχεα, Επικ. -έχευα εκχέω, ραντίζω, σταλάζω, σε Ομήρ. Οδ.· ποιητ. Μέσ. ἀπο-χεύομαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

to pour out or off, shed, let fall, Od.:—poet. Mid. ἀποχεύομαι, Eur.