αποχαιρετίζω
Greek Monolingual
κ. -χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. -χαιρετῶ, -άω)
1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει
2. χαιρετώ προκειμένου ν' αναχωρήσω ή ν' αποχωρήσω για ύπνο
νεοελλ.
1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα
2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + χαιρετίζω. Ο τ. αποχαιρετώ υστερογενής, από το ρ. χαιρετώ, που προήλθε υποχωρητικά από τον αόρ. χαιρέτισα (του χαιρετίζω), ο οποίος συνέπιπτε ακουστικά με τους αορ. σε -ησα των ρημάτων σε -ώ (πρβλ. μίλησα - μιλώ, ζήτησα - ζητώ κ.ο.κ.)