ἀποχαιρετίζω
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
(χαῖρε) say farewell, take leave, Sch.rec.S.Tr.532.
German (Pape)
[Seite 336] Lebewohl sagen, Schol. Eur. Phoen. 996.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχαιρετίζω: (χαῑρε) κοινῶς «ἀποχαιρετῶ», «ἀφίνω ’γειά», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 532, εἰς Εὐρ. Φοιν. 996 (989): - Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, καὶ ἐπίθ. -ιστικός, ή, όν, Βυζ.
Greek Monolingual
κ. -χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. -χαιρετῶ, -άω)
1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει
2. χαιρετώ προκειμένου ν' αναχωρήσω ή ν' αποχωρήσω για ύπνο
νεοελλ.
1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα
2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + χαιρετίζω. Ο τ. αποχαιρετώ υστερογενής, από το ρ. χαιρετώ, που προήλθε υποχωρητικά από τον αόρ. χαιρέτισα (του χαιρετίζω), ο οποίος συνέπιπτε ακουστικά με τους αορ. σε -ησα των ρημάτων σε -ώ (πρβλ. μίλησα - μιλώ, ζήτησα - ζητώ κ.ο.κ.)